κουρεύτρια

κουρεύτρια
κουρεύτρια
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουρεύτρια — κουρεύτρια, ἡ (Α) βλ. κουρευτής …   Dictionary of Greek

  • CHARMIONE — Cleopatrae ancilla, spontaneam Dominae mortem imitata. Plut. in Anton. Graece χάρμιον scribitur, vel χαρμιόμη, vel χαρμιουνώ. Plut. in Antonino, Εἴρας ἡ Κλεοπάτρας κουρεύτρια καὶ Χάρμιον, ὑφ᾿ ὧν τὰ μέγιςτα διονικεῖται τῆς ἡγεμονίας, Iras… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κουρευτής — ο (ΑM κουρευτής, οῡ, Α θηλ. κουρεύτρια) [κουρεύς] αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το τρίχωμα ζώων …   Dictionary of Greek

  • κωρία — κωρία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η κουρεύτρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”